καλωδίῳ

καλωδίῳ
καλώδιον
neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλῳδίῳ — καλῴδιον small cord neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώδιο — το (AM καλῴδιον) σχοινί μέτριου πάχους, μικρός κάλως*, παλαμάρι («καλῳδίῳ ἐν ἀσκοῑς ἐφέλκοντες μήκωνα μεμελιτωμένην», Θουκ.) νεοελλ. 1. (ηλεκτρολ. τηλεπικ.) αγωγός ή σύνολο αγωγών, με ή χωρίς μόνωση, που εξυπηρετεί τη μεταφορά ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”